δαιμονοπαθής

δαιμονοπαθής
(-ούς), -ές
1. αυτός που κατέχεται από δαίμονα
2. ιατρ. όποιος πάσχει από δαιμονοπάθεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δαιμονοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει κυριευτεί ή νομίζει ότι έχει κυριευτεί από δαίμονες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαιμονομανής — ( ούς), ές 1. αυτός που νομίζει ότι κατέχεται από δαίμονα, ο δαιμονοπαθής 2. ο προσηλωμένος φανατικά στη δαιμονολατρία 3. ο ασχολούμενος εντατικά με έρευνες σχετικές με τους δαίμονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων ( ονος) + μανής < μαίνομαι. Η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”